Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρέντιτο — το πίστωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. credito < λατ. creditum «πίστωση» < λατ. credo «πιστεύω, εμπιστεύομαι»] … Dictionary of Greek
κρέντιτο — το (λ. ιταλ.), πίστωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)